Ο Καλλιτέχνης
Μανώλης Νουκάκης
Ο Μανώλης Νουκάκης (Κουρούτες Ρεθύμνης, 1920 – Αθήνα, 2010) υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία της νεοελληνικής γλυπτικής και συντήρησης έργων τέχνης. Η δημιουργία του εκτείνεται στη γλυπτική, στις ψηφιδωτές συνθέσεις και στις ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις, με θεματικές που αντλούν έμπνευση από τη φύση, τις ανθρώπινες μορφές και τη θρησκευτική παράδοση. Η Κρήτη και ο Ψηλορείτης, τόποι καταγωγής και παιδικών βιωμάτων, αποτελούν διαρκείς αναφορές στο έργο του.

Γεννήθηκε το 1920 στις Κουρούτες Ρεθύμνης, γιος του Αντώνη και της Ζαχαρένιας Νουκάκη. Τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε στις πλαγιές του Ψηλορείτη, ως νεαρός βοσκός, σκαλίζοντας ξύλο και πέτρα. Το ταλέντο του εντόπισε ο Σπύρος Μαρινάτος, τότε διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, ο οποίος το 1937 τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Μουσείο ως βοηθό συντήρησης οστράκων, δίνοντάς του παράλληλα τη δυνατότητα να φοιτήσει σε νυχτερινό γυμνάσιο.
Το 1941 επιστρατεύτηκε και, μετά την κατάρρευση του μετώπου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1943 πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Μιχάλη Τόμπρο έως το 1947. Από το 1948 συμμετείχε συστηματικά σε Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις (1948, 1952, 1957, 1965) και το 1949 συνίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», μαζί με κορυφαίους δημιουργούς της γενιάς του ’30, όπως οι Τσαρούχης, Μόραλης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Μελάς. Στο έργο του συνδυάζει την αυστηρότητα της αρχαϊκής και αιγυπτιακής πλαστικής με λιτές, γεωμετρικές φόρμες.
Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια εργάστηκε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, όπου υπηρέτησε ως συντηρητής επί σειρά ετών, αποκτώντας βαθιά γνώση της τέχνης του ψηφιδωτού και δημιουργώντας δικές του μνημειακές συνθέσεις.
Το 1954 παντρεύτηκε την Ειρήνη Κατσούγκρη και το 1959 απέκτησαν τον γιο τους Αντώνη. Το 1960 εγκαταστάθηκε στην Άνω Ηλιούπολη, σε σπίτι με δικό του εργαστήριο, ενώ μετά τον θάνατο της συζύγου του παντρεύτηκε την Ελένη Προέδρου. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μοιραζόταν τον χρόνο ανάμεσα στο αθηναϊκό εργαστήρι και την αγαπημένη του Κρήτη, δίδαξε παιδιά της γειτονιάς, έγραψε ποιήματα και κατασκεύασε αυτοσχέδια μουσικά όργανα. Παρά την προοδευτική απώλεια της όρασής του, συνέχισε να δημιουργεί με μια λιτή, «γεροντική» ματιά. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010 και τάφηκε στις Κουρούτες, σε τάφο που είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος.
Αντιπροσωπευτικά του έργα που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους είναι:
Το άγαλμα «Η καθήμενη Ελευθερία», στον κήπο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών.
Μωσαϊκά στην εκκλησία Αγίου Ελευθερίου στο Γκύζη Αθηνών.
Το μαρμάρινο τέμπλο στο ναό του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου στο Λυκαβηττό.
Το γλυπτό «Θεοδώρα», στο πνευματικό κέντρο Κουρουτών.
Ο τάφος – μαυσωλείο του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

